λιμαδόρος

λιμαδόρος
ο , λιμαδόραή болтун, -ья, пустомеля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λιμαδόρος" в других словарях:

  • λιμαδόρος — α, ικο 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. το αρσ. ως ουσ. αυτός που εργάζεται με τη λίμα και λειαίνει επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμα (Ι) + κατάλ. –δόρος (< ιταλ. κατάλ. dore), πρβλ. σουλατσα δόρος, τρακα δόρος] …   Dictionary of Greek

  • λιμαδόρος — ο (λ. ιταλ.), φλύαρος, πολυλογάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»